Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αθλομανία — η [αθλομανής] υπερβολική αγάπη ή ενασχόληση με τον αθλητισμό, φανατική απασχόληση με τα αθλητικά … Dictionary of Greek
αθλομανής — ές αυτός που αγαπά με πάθος τον αθλητισμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < άθλος + μανής < ἐμάνην, παθητ. αόρ. β τού ρ. μαίνομαι. ΠΑΡ. αθλομανία] … Dictionary of Greek